- Σαβῖνον
- Σαβῖνοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαβίνον — τὸ, Α φρ. «σαβῑνον ἔλαιον» α) λάδι από υπερώριμες ελιές β) παλιό λάδι … Dictionary of Greek